εξελεγχω

εξελεγχω
    ἐξελέγχω
    ἐξ-ελέγχω
    (pf. pass. ἐξελήλεγμαι и ἐξήλεγμαι)
    1) исследовать, проверять, испытывать
    

(χαλκὸν μυρίον Pind.; τύχην Polyb.)

    2) устанавливать, доказывать, выяснять
    

(ἀλάθειαν ἐτήτυμον Pind.)

    ἐξηλέγχθη ἐς τὸ ἀληθές Thuc. — это обнаруживалось в истинном виде

    3) оспаривать, опровергать
    

(τινά τι Plat.; ἐξελέγχεσθαι ἔργῳ Plat., Arst. и ὑπὸ τῶν ἔργων Arst.)

    4) (из)обличать
    

(τινὰ ποιοῦντα или ὄντα τι Plat., Dem., Plut.)

    ἐπ΄ αἰσχραῖς αἰτίαις ἐξεληλεγμένοι Lys. — уличенные в позорных преступлениях;
    οὐ δέ τοῦτό γ΄ ἐξελέγχομαι Eur. — в этом обвинить меня нельзя


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εξελεγχω" в других словарях:

  • ἐξελέγχω — convict pres subj act 1st sg ἐξελέγχω convict pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξελέγχω — (AM ἐξελέγχω) [ελέγχω] νεοελλ. ενεργώ λεπτομερή έλεγχο, εξακριβώνω μσν. μέσ. δικαιώνομαι αρχ. 1. αποδεικνύω κάποιον ως ένοχο («ἐπ αἰσχρᾱς αἰτίας ἐξελήλεγκται», Λυσ.) 2. αναιρώ, ανασκευάζω («ὑπ ἐμοῡ ἐξελεγχθήσονται ἔργῳ», Πλάτ.) 3. αποδεικνύω ότι… …   Dictionary of Greek

  • εξελέγχω — εξέλεγξα, εξελέγχτηκα, εξελεγμένος, μτβ., εξετάζω κάτι με ακρίβεια και λεπτομέρεια για να πειστώ για την αλήθεια ή την ορθότητά του, κάνω έλεγχο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξελέγξει — ἐξελέγχω convict aor subj act 3rd sg (epic) ἐξελέγχω convict fut ind mid 2nd sg ἐξελέγχω convict fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξελέγξουσι — ἐξελέγχω convict aor subj act 3rd pl (epic) ἐξελέγχω convict fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐξελέγχω convict fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξελέγξω — ἐξελέγχω convict aor subj act 1st sg ἐξελέγχω convict fut ind act 1st sg ἐξελέγχω convict aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξελέγξῃ — ἐξελέγχω convict aor subj mid 2nd sg ἐξελέγχω convict aor subj act 3rd sg ἐξελέγχω convict fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξελέγχεσθε — ἐξελέγχω convict pres imperat mp 2nd pl ἐξελέγχω convict pres ind mp 2nd pl ἐξελέγχω convict imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξελέγχετε — ἐξελέγχω convict pres imperat act 2nd pl ἐξελέγχω convict pres ind act 2nd pl ἐξελέγχω convict imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξελέγχῃ — ἐξελέγχω convict pres subj mp 2nd sg ἐξελέγχω convict pres ind mp 2nd sg ἐξελέγχω convict pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξελεγξάντων — ἐξελέγχω convict aor part act masc/neut gen pl ἐξελέγχω convict aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»